- φάκωσις
- -ώσεως, ἡ, Α1. η εμφάνιση φακίδων στο πρόσωπο2. η κάλυψη τού προσώπου με φακίδες3. αποχρωμάτωση τού λευκού στίγματος τού οφθαλμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ωσις, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φακῶ, -όώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.